- κρηναίων
- κρηναί̱ων , κρηναῖοςoffem gen plκρηναί̱ων , κρηναῖοςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νασμός — νασμός, ὁ (Α) ροή, ρους, ρεύμα, ρυάκι, πηγή («τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ναF εσμός < νάω «ρέω»] … Dictionary of Greek